καροτσάκι

καροτσάκι
το
1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων
2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ-ι (όταν η υποκορ. σημ. τού τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι, σκυλ-άκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καροτσάκι — το μικρή καρότσα, χειροκίνητο αμάξι για τον περίπατο των νηπίων: Το μωρό το είχαμε στο καροτσάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σούντρακα — Ινδός θεατρικός συγγραφέας, που μόνο το ύφος του και τεχνικά του στοιχεία επιτρέπουν να τον τοποθετήσουμε γύρω στον 4o 5o μ.Χ. αι. Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι εκείνες που υπάρχουν στον πρόλογο του δράματος σε 10 πράξεις… …   Dictionary of Greek

  • αμαξάκι — το 1. μικρή άμαξα, μικρό αμάξι 2. χειροκίνητο αμάξι, επάνω στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, καρότσι, καροτσάκι 3. παιδικό παιχνίδι, ομοίωμα άμαξας 4. το κάθισμα που είναι προσαρτημένο δίπλα σε μοτοσυκλέτα (διεθνής ονομασία σάιντ καρ) …   Dictionary of Greek

  • αμαξίς — ἁμαξὶς ( ίδος), η (Α) 1. μικρή άμαξα 2. αμαξάκι για να παίζουν τα μικρά παιδιά, καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + υποκορ. κατάλ. –ίς] …   Dictionary of Greek

  • αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • καρροτσάκι — το βλ. καροτσάκι …   Dictionary of Greek

  • υπότροχος — ον, ΜΑ (για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ. β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ. γ. «ὑπότροχος δίφρος» παιδικό καροτσάκι, Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροχός (πρβλ. πρό… …   Dictionary of Greek

  • χειραμάξι — το / χειραμάξιον, ΝΜΑ [χειράμαξα] μικρή χειράμαξα νεοελλ. καροτσάκι …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”